ἀναδοχεύς

ἀναδοχεύς
ἀναδοχ-εύς,
A = ἀνάδοχος 11, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναδοχεύς — ἀναδοχεύς, έως, ο (Α) [ἀναδέχομαι] κατά τον Ησύχ. «ανάδοχος» …   Dictionary of Greek

  • αναδέχομαι — (Α ἀναδέχομαι) αναλαμβάνω την υποχρέωση για κάτι, γίνομαι εγγυητής, εγγυώμα μσν. νεοελλ. δέχομαι στην αγκαλιά μου το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, γίνομαι ανάδοχος, νονός αρχ. 1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι 2. υποκύπτω, υπόκειμαι 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”